6/2/24

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ BOOKTALKS ΑΝΟΙΞΗ 2024

 



Αρχίζουν νέοι κύκλοι στα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής και Ανάγνωσης του Booktalks


ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΓΡΑΦΗΣ (με την Κατερίνα Μαλακατέ): 

♦️ κάθε ΤΡΙΤΗ 7-10μ.μ. διαδικτυακά μέσω zoom

ΕΝΑΡΞΗ: Τρίτη 5/3/2024 στις 7μ.μ.


10 τρίωρες εβδομαδιαίες συναντήσεις (230 ευρώ προκαταβολικά ή 250 σε δύο δόσεις)


---------------------------------------------------------------------------------------


ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ (με τη Βιβή Γεωργαντοπούλου) 

 ♦️ κάθε ΔΕΥΤΕΡΑ 6-8μ.μ. στο Booktalks (Αρτέμιδος 47, Π. Φάληρο)

ΕΝΑΡΞΗ: Δευτέρα 4/3/2024 στις 6μ.μ.


♦️ κάθε ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 8:30-10:30μ.μ. μέσω zoom


Έναρξη Παρασκευή 8/3/2024


10 δίωρες εβδομαδιαίες συναντήσεις (150 ευρώ προκαταβολικά ή 160 σε δύο δόσεις) 


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ/ΕΓΓΡΑΦΕΣ: info@booktalks.gr


*Οι 2οι, 3οι, 4οι κύκλοι μας θα ξεκινήσουν κανονικά και αφορούν μόνον συμμετέχοντες και συμμετέχουσες που έχουν ολοκληρώσει τον αμέσως προηγούμενο κύκλο

* Οι θέσεις μας είναι περιορισμένες και τηρείται σειρά προτεραιότητας 

1/2/24

"Μακριά απ' το αγριεμένο πλήθος", Thomas Hardy

 https://www.booktalks.gr/logotexnia/aggliki-kai-agglofoni-logotexnia/pezografia/makria-ap-to-agriemeno-plithos.html
                                                    


Το Μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος είναι το μυθιστόρημα που καθιέρωσε τον Τόμας Χάρντυ στην αναγνωστική κοινή γνώμη. Μέχρι να αρχίσει να εκδίδεται το 1874 σε συνέχειες, ο Χάρντυ, που γεννήθηκε το 1840 σε μια φτωχή οικογένεια κι αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο στα δεκαέξι του για να δουλέψει ως βοηθός σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο, θεωρούσε τον εαυτό του ποιητή.

Η ιστορία μοιάζει μάλλον απλή, ίσως και απλοϊκή σε σημεία, μια νεαρή γυναίκα, η Μπαθσίμπα, κληρονομεί ένα κτήμα κι αποφασίζει να το διοικήσει μόνη της. Είναι εξαιρετικά όμορφη και τη διεκδικούν τρεις πολύ διαφορετικοί άντρες, ο Γκάμπριελ Όουκ που κάποτε ήταν κι αυτός κτηματίας αλλά τώρα δουλεύει βοσκός στο κτήμα της, και την λατρεύει από την αρχή μέχρι το τέλος, ο κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της κτηματίας της διπλανής φάρμας, Μπολντγουντ, που προτίθεται να της «προσφέρει τα πάντα» κι ένας άστατος, γοητευτικός γυναικάς, ο λοχίας Τρόυ.

Στα πρόσωπα των τριών αυτών αντρών ενσαρκώνονται οι βασικές μορφές του έρωτα, ένας στιβαρός άντρας που αγαπά και θα είναι πάντα με το μέρος της γυναίκας του, ένας άντρας που παθαίνει εμμονή (περίπου όπως θα πάθαινε ένας σημερινός stalker) κι ένας που παρασύρεται καθαρά από τη λαγνεία και την εξωτερική εμφάνιση, ενώ τα βαθιά του συναισθήματα είναι για μιαν άλλη γυναίκα. Από αυτή την άποψη, το μυθιστόρημα του Χάρντυ μοιάζει πολύ σύγχρονο, σχεδόν σαν να γράφτηκε στην εποχή μας. Ο έρωτας κι εκφάνσεις του δεν αλλάζουν είτε μιλάμε για την αγγλική εξοχή 150 χρόνια πριν, είτε για τη σημερινή του διαδικτύου.

Όμως κεντρικοί χαρακτήρες είναι η Μπαθσίμπα κι ο Γκάμπριελ. Στα πρόσωπά τους συγκρούονται δυο κόσμοι, ένας στέρεος και παλιός, κι ένας ανέμελος, όμορφος και καινούργιος. Μην ξεχνάμε πως ο κόσμος την εποχή εκείνη αλλάζει, οι βικτωριανοί αριστοκράτες ξεπέφτουν κι αναδύεται μια άλλη κυρίαρχη τάξη, οι νεόπλουτοι αστοί. Ο Χάρντυ τρέφει μεγάλη αγάπη για τη φύση, τοποθετεί τους ήρωες του μακριά από τις πόλεις (και το αγριεμένο πλήθος τους), μας δίνει περιγραφές απαράμιλλης ομορφιάς που είναι οργανικά μέρη του κειμένου, δεν θες να τις προσπεράσεις με κανέναν τρόπο ακόμα κι αν αφορούν το κούρεμα των προβάτων. Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά κι αυτό το ημι-φανταστικό μέρος της αγγλικής εξοχής, που θα αποτελέσει τον τόπο για τα περισσότερα κείμενά του, το Γουέσεξ.

Η Μπαθσίμπα είναι ένας πολύ πρωτοποριακός γυναικείος χαρακτήρας για την εποχή, δηλώνει πως δεν την ενδιαφέρει ο γάμος, αναλαμβάνει μόνη τη φάρμα της και έχει δοσοληψίες στην αγορά με τους άντρες ως ίση προς ίσο. Ο αφηγητής του Χάρντυ κάνει κάποιες κρίσεις για τις γυναίκες, κάπως κλισέ, και μαζικές, λέει πως οι γυναίκες δεν τα καταφέρνουν ή είναι επιπόλαιες, αλλά οι ηρωίδες του τον διαψεύδουν, είναι γυναίκες δυνατές που διεκδικούν. Δεν τις καταλαβαίνει πλήρως, αλλά τις μελετά και τις θαυμάζει, χωρίς να χάνει την ηθική του στάση, που είναι ξεκάθαρα με τον σταθερό, σίγουρο, κάπως βαρετό και αποφασισμένο Όουκ.

Το βιβλίο είναι ευκολοδιάβαστο, από αυτά που δεν σε αφήνουν να τα αφήσεις από τα χέρια σου, που μπορούν να γιατρέψουν κάθε αναγνωστικό μπλοκάρισμα. Πρόκειται άλλωστε για ένα από τα βασικότερα μπεστ σέλερ της εποχής του. Η δομή που ακολουθεί είναι η κλασική βικτωριανή, της αρχαίας τραγωδίας, με αρχή, μέση, τέλος, κορύφωση και κάθαρση. Ταυτιζόμαστε με τους χαρακτήρες, θέλουμε να ξεπεράσουν τα εμπόδια στο διάβα τους, δημιουργούμε μαζί τους δεσμούς ακατάλυτους, μέσα από τα πάθη αλλά και την ηθική τους υπόσταση.

Πολλοί κριτικοί κατηγορούν τον Τόμας Χάρντυ για μηδενισμό και πεσιμισμό, κυρίως γιατί τον απασχολεί το θέμα της μοίρας και της τυχαιότητας. Οι ήρωες του παθαίνουν πολλά (αγαπά την υπερπλοκή), και τελικά λαμβάνουν «αυτό που τους αξίζει». Όμως εδώ δεν συναντάμε μια χριστιανικού τύπου υποταγή στη μοίρα, ο συγγραφέας εξάλλου ήταν οπαδός τους Δαρβίνου και από τους πρώτους λόγιους που δήλωσε «αγνωστικιστής». Η σχέση με τη μοίρα διερευνάται, όπως και το τι είναι ηθικό και τι είναι δίκαιο (να την πάλι την αρχαία τραγωδία). Οι ήρωες του δεν είναι κυνικοί, ούτε καν ο επιπόλαιος Τρόυ∙ όταν χτυπά η καταστροφή μας δείχνει πως μπορεί να αγαπήσει πραγματικά κι αληθινά.

Ο Τόμας Χάρντυ αγαπήθηκε πολύ από το αναγνωστικό κοινό, και πολεμήθηκε πολύ από την κριτική, σε βαθμό που σταμάτησε μετά το 1897 να γράφει πεζογραφία (μιας και οι κριτικές για την Τες και τον Τζουντ τον αφανή ήταν καταβαραθρωτικές, τα δυο βιβλία περιείχαν εξωσυζυγικό σεξ χωρίς να το κατακεραυνώνουν). Έζησε περίπου 30 χρόνια ακόμα (πέθανε 88 ετών, το 1928) και σε αυτά έγραψε μόνο ποίηση. Προτάθηκε πολλές φορές για Νόμπελ αλλά δεν το πήρε. Το Μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος δεν είναι με κανέναν τρόπο το καλύτερό του μυθιστόρημα, είναι όμως ένας βιβλίο άξιο να διαβαστεί, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πώς γράφτηκε, σε συνέχειες σε περιοδικό με ανάγκη για cliffhangers (για να συνεχίσουν οι αναγνώστες να αγοράζουν για να διαβάσουν και την επόμενη εβδομάδα), κι όλα αυτά ενώ ο Χάρντυ ήταν μόλις 35 χρόνων.


                                Κατερίνα Μαλακατέ


"Μακριά απ' το αγριεμένο πλήθος", Τόμας Χάρντυ, μτφ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτης

Αγοράστε το εδώ:

4/1/24

"Τομ Λέικ", Ann Patchett

 



Πέρασα μια δύσκολη αναγνωστική χρονιά. Πολλά βιβλία μισοτελειωμένα, δυσκολία στη συγκέντρωση, γυαλιά που άλλαζαν συνεχώς (άτιμη πρεσβυωπία), και φοβόμουν πως το 2024 θα με βρει αναγνωστικά στον ίδιο βάλτο. Αλλά σαν να γύρισε ένας μαγικός διακόπτης, πάντα ο μαγικός διακόπτης είναι ένα βιβλίο, κι ελπίζω πως ο βούρκος τελείωσε για μένα.

Το Τομ Λέικ είναι μια φαινομενικά απλή ιστορία, ένα ζευγάρι έχει και τα τρία ενήλικα κορίτσια του πίσω στο κτήμα τους, όπου έχουν εγκλωβιστεί λόγω κόβιντ, και μαζεύουν όλοι μαζί κεράσια και βύσσινα γιατί δεν υπάρχουν εν μέσω πανδημίας εργάτες. Για να περάσει η ώρα τα κορίτσια ζητούν από τη μητέρα τους να τους αφηγηθεί την ιστορία, τότε που ήταν εικοσάχρονη κι ήταν ζευγάρι με έναν διάσημο πια ηθοποιό. Κι έτσι έχουμε δύο χρονικά επίπεδα στην ιστορία, το ένα είναι το τώρα, οι κόρες, οι κερασιές, το άλλο είναι το τότε, στο Τομ Λέικ που η μαμά τους έπαιζε την Έμιλυ στη Μικρή μας πόλη.

Η Μικρή μας πόλη ως αναφορά αλλά κι ως κεντρικό σημείο της αναδρομικής ιστορίας δίνει νόημα και φωτίζει το μυθιστόρημα. Πότε ως αντίστιξη, πότε ως σύμβολο, αυτό το έργο, που έχει επί σκηνής αφηγητή, τον Διευθυντή σκηνής, κι ένα έργο μέσα στο έργο, και μιλά για τη ζωή, την αγάπη, το θάνατο, και τις μικρές λεπτομέρειες ανάμεσά τους, είναι στην ουσία ο πυλώνας των δύο αφηγήσεων.

Κι εδώ έχουμε μια αφηγήτρια, που μπορεί να μας απευθύνεται και να κρύβει πράγματα από τις κόρες της, κι εδώ έχουμε ψιλοβελονιά το πώς μια ζωή καταλήγει έτσι ή αλλιώς από τις μικρολεπτομέρειες, την τυχαιότητα, τη στιγμή, αλλά και αποφάσεις που δεν καταλαβαίνεις πλήρως τη σημασία τους παρά μόνον πολλά χρόνια μετά.

Απόλαυσα το μυθιστόρημα, το διάβασα μονοκοπανιά σχεδόν μέσα σε δύο μέρες, βυθίστηκα στις κερασιές και τον βυσσινόκηπο, αφέθηκα στην αφήγηση, μέσα στην αφήγηση, μέσα στην αφήγηση, όπου σαν μπάμπουσκα οι ιστορίες άνοιγαν η μία την άλλη, για να φτάσουν στο ζουμί, για να νιώσεις μαζί το μεγαλείο και την ασημαντότητα της ανθρώπινης ζωής.


“EMILY: "Does anyone ever realize life while they live it...every, every minute?"

STAGE MANAGER: "No. Saints and poets maybe...they do some.”

Our Town, Thornton Wilder


Αυτό είναι και δεν είναι και το κεντρικό θέμα του Τομ Λέικ κι αυτό είναι το κομβικό σημείο που το ξεχωρίζει και το κάνει ένα καλό μυθιστόρημα, μιλάει για ένα κλασικό έργο, ίσως το πιο κλασικό θεατρικό έργο στην Αμερική, που παίζεται παντού, σε κάθε μικρή πόλη, γιατί απαιτεί ελάχιστα σκηνικά, κι όμως λειτουργεί ως μετα-αφήγηση, για να φτιάξει μια μέτα-μετα-αφήγηση, ενώ ταυτόχρονα μας λέει μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος που ακολουθείς πολύ εύκολα αναγνωστικά, που ταυτίζεσαι μαζί της. Εντυπωσιακό; Εντυπωσιακότατο.




                                    Κατερίνα Μαλακατέ



"Τομ Λέικ", Ann Patchett, μτφ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδ. Δώμα

4/12/23

Ένας κάποιος απολογισμός


                            






Είμαι πολύ κουρασμένη σήμερα, πονάει όλο το κορμί μου σαν να το έχει χτυπήσει κάποιος σε όλα τα λάθος σημεία. Ψάχνω μέσα μου τι νιώθω, το βασικό είναι ευγνωμοσύνη. Ένα αμφιθέατρο 300 ανθρώπων γεμάτο το απόγευμα του Σαββάτου, μισό την επομένη, δέκα η ώρα το πρωί της Κυριακής. Άνθρωποι που ήρθαν από τη Βιέννη και το Ζάγκρεμπ, από την Αριδαία, την Κομοτηνή, το Αγρίνιο, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, την Καβάλα, κάποιους αδικώ με σιγουριά, κάποιοι θα ήρθαν από ακόμα πιο μακριά, μόνο για αυτό το Σαββατοκύριακο. Νιώθεις κάπως ευλογημένος, κι ας μην πιστεύεις. Και φυσικά οι Λέσχες μας της Αθήνας, τα μέλη, οι παρέες μας. Πιστεύω στη δύναμη του αγνού αναγνώστη. Να, το είπα.



Την πρώτη μέρα δεν άντεξα, έκανα μια ημικρανία ξεγυρισμένη, και την ώρα που μιλούσε η Ιωάννα Καρυστιάνη, έκανα και την οπτική αύρα, δεν άκουγα και δεν έβλεπα, και μόνο τις φωτογραφίες έχω να σας προσφέρω. Δεν ξέρω τι άλλο.






Τη δεύτερη μέρα, την Κυριακή, είχα πια συνέλθει, αλλά δίπλα μου, είχα ένα ξωτικό. Μπορεί να επηρέασε κι η αύρα, δεν ξέρω, αλλά μπήκα στην αύρα της Ζυράννας Ζατέλη και την άκουσα μαγεμένη, τόσο μαγεμένη που δεν ξέρω να σας πω τι είπα εγώ και τι τη ρώτησα, και τι ρώτησε η Βιβή και τι την ρώτησαν τα μέλη μας. Κρατούσα σκόρπιες σημειώσεις, από αυτή την «ταμένη της γραφής στον βωμό του άρρητου». Αυτή τη γυναίκα, που τις μέρες που κάνει παύση η δημιουργικότητα τις νιώθει σαν «προσωρινό θάνατο», κι έπειτα ανασταίνεται. Που τα μυθιστορήματά της είναι ένας συνεχής «χορός θανάτου», «κραυγή ενός κεραυνοβολημένου», για αυτό «δεν τελειώνουν ποτέ». Και που πως θα ήθελε «αχ, να μπορούσε να γράψει την τελευταία της σκέψη, πριν το θάνατο».



«Η ανάγνωση είναι η μόνη ηδονή χωρίς τίμημα» μας είπε. Δεν ξέρω αν είναι τίμημα αυτό που νιώθω σήμερα, αυτή η αίσθηση πως δεν μπορώ να βγω από τη σκιά της. Και δεν θέλω κιόλας. Ξέρω πως θέλω να σας ευχαριστήσω γιατί η ζωή μου, όλη μέρα χωμένη στα βιβλία προαλειφόταν πολύ μοναχική, μεγάλωσα με πολύ λίγους φίλους. Κι η ζωή μου, λόγω της ανάγνωσης και των βιβλίων, έγινε τόσες αγκαλιές.






                                    Κατερίνα Μαλακατέ





Υ.Γ. 42 Όλα αυτά συνέβησαν στη 2η Πανελλήνια Διαλεσχική Συνάντηση με καλεσμένες την Ιωάννα Καρυστιάνη και τη Ζυράννα Ζατέλη. Ναι, ξέρω, ακούγεται τόσο «σοβαρό» για να είναι αυτό το κείμενο ο απολογισμός του. Είναι ο δικός μου απολογισμός, όπως καταλαβαίνετε. Σε λίγες μέρες που θα κάνουμε απολογισμό στο Συντονιστικό, θα έχω συνέλθει ελπίζω, μην λέω στους/στις συντρόφους μου συντονιστές/τριες άρες μάρες κουκουβάγιες.


 



















Οι Λέσχες Ανάγνωσης είχαν γιορτή.-

11/11/23

"Ο Πολωνός", J.M. Coetzee


Αγοράστε το εδώ 


Ο Πολωνός είναι η τελευταία νουβέλα ενός σπουδαίου, του Νοτιοαφρικανού J.M.Coetzee, του μόνου συγγραφέα που μετά από δύο απανωτά Booker πήρε το Νόμπελ (2003). Ο Κουτσί, γεννημένος το 1940, γράφει αυτή τη νουβέλα στα 83 του. Είναι πασίγνωστος για τον λιτό, διαυγή τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τη γλώσσα -η πολυπλοκότητα και οι αφηγηματικοί εντυπωσιασμοί δεν είναι γι’ αυτόν, ας τα αφήσουμε για τον Χούμπερτ Χούμπερτ του Ναμπόκοφ. Του αρέσουν οι απέριττες γραμμές, οι καθαρές σιλουέτες. Χμ, πόσο καθαρές είναι τελικά, αυτό μένει να διερευνηθεί κι είναι το πιο σπουδαίο και γοητευτικό πράγμα σε όλα του τα βιβλία. Να διαβάσετε τους Βαρβάρους και τα Χρόνια του Σιδήρου, αν θέλετε να έχετε ολοκληρωμένη άποψη(άμα τα βρείτε πουθενά, εντελώς εξαντλημένα).

Η πλοκή είναι σχετικά απλή (νουβελά γαρ), η Μπεατριθ, μια γυναίκα γύρω στα σαράντα πέντε είναι παντρεμένη με έναν πλούσιο τραπεζίτη και διευθύνει έναν Κύκλο -γυναικών κυρίως- που καλούν μουσικούς για να δώσουν ρεσιτάλ κλασικής μουσικής στην Βαρκελώνη. Για αυτό καλούν και τον Πολωνό (που κανείς δεν μπορεί να προφέρει το όνομά του). Έναν άντρα 72 ετών, που παίζει Σοπέν πολύ εγκεφαλικά και καθόλου αισθαντικά, που αυτοαποκαλείται «κάποιος που παίζει πιάνο», αντί για «πιανίστας» και που τελικά ερωτεύεται με απίστευτη δύναμη, αυτή μάλλον του τελευταίου έρωτα, τη Μπεατρίθ. Τη διεκδικεί με πάθος, με ιερή μανία, την προσομοιάζει με τη Βεατρίκη του Δάντη στη Θεία Κωμωδία. Κι εκείνη, αν και τον βρίσκει μάλλον άσχημο, μεγάλο και αντιπαθητικό, ενδίδει.
Σε πρώτο επίπεδο έχουμε το παιχνίδι του συγγραφέα με τον εαυτό του. Ο Πολωνός μοιάζει εξαιρετικά στον ίδιο στην εξωτερική περιγραφή, και η σκιά των χρόνων του Κουτσί, πέφτει βαριά σε αυτόν τον έρωτα. Μα το πραγματικό άλτερ ίγκο του, είναι όπως πάντα μια γυναίκα, η Μπεατρίθ είναι η γέφυρά του με τον κόσμο της νουβέλας.

Σε δεύτερο επίπεδο η νουβέλα μιλά για τη γλώσσα, ως κώδικα επικοινωνίας συναισθήματος. Οι δυο τους, ο Πολωνός και η Καταλανή, δεν μιλούν την ίδια γλώσσα, συνεννοούνται σε φροντισμένα αγγλικά που δεν μπορούν να αποτυπώσουν πλήρως την φόρτισή τους. Κι αυτό δημιουργεί μια παρανόηση που πλανάται συνέχεια στον αέρα, για το τι είναι ο έρωτας και τι ο θάνατος.

Η τέχνη με κάποιον τρόπο τους σώζει. Η τέχνη που δεν είναι ανάγκη να είναι υψηλή για να σε σώσει, δεν είναι ανάγκη καν να είσαι «πιανίστας». Στο μυαλό και των δυο, η τέχνη ανυψώνεται και θρυμματίζεται σε κάτι ανθρώπινο. Κι αυτό είναι ίσως η παρακαταθήκη του ίδιου του Κουτσί, που πέρασε μια ζωή να γράφει απλά, πολύ απλά, να τον κατηγορούν πάντα πως δεν γράφει στρατευμένα για το απαρτχάιντ και την πολιτική κατάσταση στη Νότιο Αφρική, ενώ πάντα για αυτό έγραφε.

Οι λιτές γραμμές της πρόζας του, όταν ήμουν μικρότερη με εκνεύριζαν. Γιατί στην αυστηρότητά τους δεν έβλεπα το παιχνίδι. Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως τα μυθιστορήματά του είναι ένα παιχνίδι με τον εαυτό του και το ποιος είναι, και για αυτό ένα παιχνίδι και με τις δικές μας βεβαιότητες. Έτσι και σε αυτό, πιθανότατα το κύκνειο άσμα του, διαβάζουμε μια απλή ιστορία. Όσο απλή μπορεί να είναι μια ιστορία για τον επικείμενο θάνατο.


                            Κατερίνα Μαλακατέ



"Ο Πολωνός", J.M. Coetzee, μτφ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, εκδ. Διόπτρα, σ.165, 2023   

















📌 Αγοράστε το εδώ: 


21/10/23

"Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα", Shehan Karunatilaka




Τι κάνει «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα» ένα σπουδαίο βιβλίο; Μα πως είναι γραμμένο με μπρίο και χιούμορ, ενώ ταυτόχρονα μιλά για έναν αιματηρό εμφύλιο και για εγκλήματα πολέμου και χρησιμοποιεί έναν από τους δυσκολότερους αφηγητές από καταβολής της λογοτεχνίας.

Ο Σίχαν Καρουνατίλακα είναι ΣριΛανκέζος, συγκεκριμένα Σινχαλέζος, ζει στη Σρι Λάνκα, αλλά γράφει στα αγγλικά. Το βιβλίο πήρε το Booker του 2022 και τώρα μεταφράζεται στα Σινχαλέζικα, ίσως αργότερα να μεταφραστεί και στα Ταμίλ.

Και πού στο καλό είναι η Σρι Λάνκα;






Είναι η παλιά Κευλάνη, εκείνο το νησί, κάτω κάτω κάτω από την Ινδία. Η ιστορία του είναι γεμάτη από Ολλανδούς και Άγγλους αποικιοκράτες ενώ ξεφορτώθηκε τη Βασίλισσα Ελισάβετ μόλις το 1972. Το 1976 ιδρύθηκε η ομάδα των Ταμίλ Τίγρεων. Το 1983 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, που κράτησε μέχρι το 2009, ανάμεσα στους Βουδίστες Σινχαλέζους και τους Ινδουιστές Ταμίλ. Κοντά 80.000 σφαγιάστηκαν, άντρες, γυναίκες παιδιά, συχνά με φρικαλέους τρόπους. Οι Ταμίλ από το 30% του πληθυσμού που ήταν το 1980, τώρα είναι οριακά στο 11%. Και φυσικά όλες οι αφορμές είχαν να κάνουν με τη γλώσσα. Μόλις τα αγγλικά δεν ήταν πια η επίσημη γλώσσα, έγιναν μόνον τα σινχαλέζικα, κι έτσι οι Ταμίλ αποκλείστηκαν από την εκπαίδευση, από τις δημόσιες υπηρεσίες, από τα Πανεπιστήμια.

Κεντρικός ήρωας σε τούτη την αφήγηση είναι ο Μάαλι Αλμέιντα. Μας συστήνεται από πολύ νωρίς, είναι Φωτογράφος, Τζογαδόρος, Πουτάνα, και είναι και νεκρός, νεκρός νεκρότατος, βλέπει το όμορφο σώμα του κομματιασμένο στις πρώτες σελίδες, αλλά δεν θυμάται ποιος τον σκότωσε. Υπάρχουν αρκετοί υποψήφιοι, μιας κι αυτή η Πουτάνα δεν καθόταν ήσυχη, φωτογράφιζε τα θύματα του εμφυλίου, έκφυλους πολιτικούς, ήταν ενεργά τζογαδόρος κι όλο χρωστούσε, α, ήταν κι ομοφυλόφιλος σε σχέση με τον πανέμορφο γιο ενός Ταμίλ Υπούργου. Του μόνου Ταμίλ, φυσικά, όλη η υπόλοιπη Κυβέρνηση είναι Σινχαλίζ.

Βρίσκεται λοιπόν ο Αλμέιντα στο Ενδιάμεσο, δεν ξέρουμε ποιας θρησκείας, ενώ είναι άθεος. Κι αυτό το ενδιάμεσο μοιάζει πολύ με γραφείο εκδόσεων διαβατηρίων και Βίζας, έχει τις ίδιες αγκυλώσεις, την ίδια γραφειοκρατία, τους ίδιους Δαίμονες. Του δίνουν 7 φεγγάρια (τι μαγικός αριθμός το 7) για να αποφασίσει αν θα πάει στο Φως ή θα κάνει παρέα με τα δαιμόνια για πάντα στο ενδιάμεσο. Του δίνουν 7 φεγγάρια για να βρει ποιος τον σκότωσε, αλλά και να καταφέρει να σώσει τα αρνητικά από τις φωτογραφίες του, που δείχνουν τη θηριωδία του πολέμου.

Το βιβλίο πραγματεύεται το βασικό θέμα της Μνήμης, για αυτό έχουμε και μια Νίκον φωτογραφική να κρέμεται σχεδόν σε όλες τις σκηνές από πάνω από τον αναγνώστη. Γιατί ένας εμφύλιος πόλεμος είναι τραύμα συλλογικό, βαθύ, για το οποίο συνήθως οι άνθρωποι δεν μιλούν, όσο κοντίνος κι αν είναι. Προτιμούν να ξεχάσουν, να βάλουν κάτω από τα χαλί τα αποκεφαλισμένα πτώματα και τα Παλάτια των βασανιστηρίων, δεν θέλουν να θυμούνται. Δεν μπορούν να θυμούνται. Κι εμφύλιοι ξέρετε, έχουν πάντα έναν αποικιοκράτη να κοιτάει από την κουίντα.

«Οι αναμνήσεις έρχονται με πόνο. Ο πόνος έχει πολλές αποχρώσεις»

Μη ξεχνάμε βέβαια πως ο Μάαλι είναι ομοφυλόφιλος, και αυτό το θέμα, ταμπού το 1989 που εκτυλίσσεται το βιβλίο, έχει αποχρώσεις που μας ταλανίζουν ακόμα και σήμερα. «Δεν μπορώ να είμαι αδελφή» λέει ο Αλμέιντα όσο ακούει τον πατέρα του. Ο Αλμέιντα δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί είναι ξεκάθαρα αδελφή. Κι οι σχέσεις του με τους άντρες είναι μπερδεμένες. Και η σχέση του με τις γυναίκες είναι μπερδεμένες, δεν συζητάμε καν για τη νάρκισσο μητέρα του, ακόμα και με την Τζάκι, την καλύτερή του φίλη. Και με τον εαυτό του η σχέση του είναι μπερδεμένη. Όλο ψάχνει να βρει ποιος είναι.

Λογοτεχνικά ο Καρουνατίλακα έχει κάνει μια τολμηρή επιλογή, έγραψε όλο αυτό το ογκώδες μυθιστόρημα στο δεύτερο πρόσωπο. Κάτι που η λογοτεχνική θεωρία μάς λέει πως είναι σχεδόν αδύνατο. Να που είναι δυνατό, η αφηγηματική φωνή είναι ακριβώς αυτή που πρέπει, απευθύνεται στον κεντρικό ήρωα κι όχι στον αναγνώστη, κι είναι αρκετά αποστασιοποιημένη για να μιλήσει για πτώματα, αρκετά παιχνιδιάρα για να αναγορεύεσει τον Άρθουρ Κλαρκ ως τον σπουδαιότερο Σριλακνανό οραματιστή, και να φτιάξει ξανά και ξανά πολλά επίπεδα πραγματικότητας. Να μας βάλει να αναρωτηθούμε, τι θυμόμαστε και τι όχι, ποιοι είμαστε και ποιοι όχι, και πόσο η ιστορική τυχαιότητα να γεννηθούμε εδώ κι όχι κείθε, μας ορίζει.

Απόλαυσα το βιβλίο. Με εκνεύρισαν όλοι αυτοί που λένε, «μα δεν είναι ένας 60χρονος λευκός άντρας, πώς τολμάτε να λέτε πως έγραψε ένα ωραίο βιβλίο»; Τα εφτά φεγγάρια είναι ένα περίπλοκο, και ενδιαφέρον βιβλίο και λογαριασμό δεν θα δώσει σε κανέναν που ο συγγραφέας του είναι ένας 48χρονος Σριλανκανός, καθόλου λευκός, που το πρώτο του βιβλίο μιλάει για το κρίκετ και του αρέσει να κάνει τον μπασίστα στον ελεύθερο του χρόνο. Αυτή είναι η μαγεία της λογοτεχνίας.



                        Κατερίνα Μαλακατέ

"Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα", Shehan Karunatilaka, μτφ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg, 2023, σ. 608